δαμάσκο

δαμάσκο
Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός πάνω στο ύφασμα. Σήμερα, τα δαμασκηνά υφάσματα μπορούν να κατασκευαστούν και από συνθετικές ίνες που δίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το δ. κατασκευάστηκε ίσως για πρώτη φορά στην Κίνα, όπως και τόσοι άλλοι τύποι υφασμάτων από μετάξι, και διαδόθηκε πρώτα στην Άπω Ανατολή. Από εκεί πέρασε τα σύνορα της Ινδίας και της Περσίας και γύρω στο 1000 της Συρίας, απ’ όπου έφτασε στο Βυζάντιο και από εκεί στη νότια Ευρώπη και κυρίως στη Βενετία. Το δ. χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή ενδυμάτων, αλλά κυρίως ως διακοσμητικό ύφασμα στην εσωτερική διακόσμηση ιερών αλλά και μη θρησκευτικών χώρων. Όπως όλα τα υφάσματα με υφαντά σχέδια, περιέπεσε σε παρακμή τον 19o αι. Υπάρχουν πολλές ποιότητες δ. που χρησιμοποιούνται με διάφορους τρόπους ανάλογα με τον προορισμό τους. Πιο κοινή είναι η χρήση ως διακοσμητικού υφάσματος. Το σχέδιο, τυποποιημένο πάνω σε ένα καθορισμένο μοτίβο –συχνά η ροδιά–, είναι σχεδόν πάντα εμπνευσμένο από τον κόσμο των λουλουδιών. Ιταλικό δαμάσκο του 16ου αι. Βενετσιάνικο δαμάσκο του 18ου αι. Συριακό δαμάσκο του 8ου αι.
* * *
το
πολυτελές ύφασμα συνήθως πορφυρό ή πράσινο — και σπανιότερα γκρίζο — με χρυσόχρωμη ή αργυρόχρωμη διακόσμηση στην ύφανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. damasco, που προέρχεται από την ονομασία τής πόλης Δαμασκού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαμάσκο — το πολυτελές ύφασμα με ποικιλόχρωμα αραβουργήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”